- βαρδιστος
- βάρδιστοςэп. (= βράδιστος) superl. к βραούς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βάρδιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρδύτεροι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδισται — βάρδιστος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδιστοι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)